- ἀπαρτισμός
- ἀπαρτισμόςcompletionmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαρτισμός — ἀπαρτισμός, ο (Α) 1. εκπλήρωση, ολοκλήρωση 2. φρ. «κατ ἀπαρτισμόν» κατά περίληψη, περιληπτικά … Dictionary of Greek
ἀπαρτισμοῖς — ἀπαρτισμός completion masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρτισμοῦ — ἀπαρτισμός completion masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρτισμῷ — ἀπαρτισμός completion masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρτισμόν — ἀπαρτισμός completion masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετικός — ή, ό / συνθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνθετος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύνθεση ή ο ικανός και έμπειρος στη σύνθεση (α. «συνθετική μέθοδος» μια από τις κυριότερες μεθόδους διδασκαλίας β. «συνθετικός νους» γ. «φαντασία συνθετική», Στωικ.) 2 … Dictionary of Greek
σύνταξη — Περιοδική παροχή σε χρήμα, για την εξασφάλιση των μέσων διαβίωσης, εκ μέρους του κράτους και άλλων οργανισμών, στα πρόσωπα που έχουν αποχτήσει το σχετικό δικαίωμα κατ’ αναφορά προς προηγούμενη σχέση παροχής υπηρεσιών. Στην αρχή η σ. πήγαζε… … Dictionary of Greek